Στις αρχές του 19ου αιώνα τα πράγματα ήταν πλέον ξεκάθαρα. Ο ανώνυμος συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας το 1806 έλεγε στους ομοεθνείς του: «Ίσως, τέλος πάντων, προσμένετε να μας δώση την ελευθερία κανένας από τους αλλογενείς δυνάστας; Έως πότε, ω Έλληνες, να πλανώμεθα τόσον αστοχάστως; Διατί να μην στρέψωμεν τους οφθαλμούς μας εις τα απελθόντα διά να καταλάβωμεν ευκολότερα και τα μέλλοντα; [...] Και ποιος στοχαστικός άνθρωπος ημπορεί να πιστέψει ότι όποιος από τους αλλογενείς δυνάστας ήθελε καταροπώσει τον Οθωμανόν ήθελε μας αφήσει ελεύθερους; Ώ απάτη επιζήμιος!».
Ο αριθμός των μελών της διαρκώς μεγάλωνε, δημιουργώντας έτσι ένα συνωμοτικό ιστό που είχε εξαπλωθεί πλέον στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μετά την άρνηση του Ιωάννη Καποδίστρια να αναλάβει την αρχηγία της οργάνωσης, οι τρεις ιδρυτές της απευθύνθηκαν στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, στρατηγό του τσάρικου στρατού. Εκείνος ενστερνίστηκε τις ιδέες της Εταιρείας με μεγάλο ενθουσιασμό. Οι πληροφορίες ότι οι σκοποί της είχαν αποκαλυφθεί στους Οθωμανούς Τούρκους επέσπευσαν την εφαρμογή του επαναστατικού σχεδίου του Υψηλάντη, το οποίο προέβλεπε τη δημιουργία στη Βαλκανική πολλών επαναστατικών εστιών (Σερβία, Μαυροβούνιο, Μολδοβλαχία, Ήπειρος και Πελοπόννησος).
0 Σχόλια